-
1 ιδανικό(ν)
-
2 ιδανικό(ν)
-
3 ιδανικό
[иданико] ουσ. о. идеал,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ιδανικό
-
4 ιδανικό
[иданико] ουσ ο идеал. -
5 ιδανικό
idéal -
6 ideal
ιδανικό, ίνδαλμα, ιδανικός -
7 идеал
-
8 жидкость
το υγρότο ρευστόпротивообледенительная - αντιψυκτικό -, разг. το παραφλού (ξεν.)рабочая - λειτουργίας/εργασίαςтормозная - πέ-δης/φρένωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жидкость
-
9 идеал
το ιδανικό, το ιδεώδες.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > идеал
-
10 раствор
1. (однородная смесь с равномерным распределением одного вещества в среде другого) το διάλυματο μείγμαвыпадать из - а κατακάθομαι από το -, κατακρημνίζομαι από το -, образовывать - δημιουργώ -крепкий - ισχυρό -, συμπυκνωμένο -начальный - хим. αρχικό -пропитывающий - (противогнилостный) - συντήρησης, αντισηπτικό -строительный - το κονίαμα, η λάσπη οικοδομήςтравильный мет. - καθαρισμού (εμβάπτισης)травящий полигр. - χάραξηςфизиологический - мед. о ορός2. (расстояние между точками, элементами устройства и т п.) το άνοιγμα· - антенны - της κεραίας- ράουλωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раствор
-
11 идеал
идеалм в разн. знач. τό ίδανικό, τό Ιδεώδες, τό Ινδαλμα -
12 идеальность
идеа́льн||остьж τό Ιδεώδες, ἡ ίδανικό-τητα [-ης]. -
13 ιδεώδες
(-ους) τό см. ιδανικό[ν] 1 -
14 ideal
1. adjective(perfect: This tool is ideal for the job I have in mind.) ιδεώδης,ιδανικά2. noun1) (a person, thing etc that is looked on as being perfect: She was clever and beautiful - in fact she was his ideal of what a wife should be.) πρότυπο,ίνδαλμα2) (a person's standard of behaviour etc: a man of high ideals.) ιδεώδες,ιδανικό•- idealist- idealism
- idealistic
- idealize
- idealise
- idealization
- idealisation
- ideally -
15 идеал
[ιντιάλ] ουσ. α ιδανικό -
16 идеал
[ιντιάλ] ουσ α ιδανικό -
17 жертва
-ы θ.1. θυσία (στο θεό)•приносить -у προσφέρω θυσία.
2. βλ. жертвоприносение.3. παλ. δωρεά.4. θυσία (για κάτι ανώτερο, ιδανικό). || προσφορά.5. θύμα•пожар с человеческими -ами πυρκαγιά με ανθρώπινα θύματα•
-ы уличного движения θύματα της τροχαίας κίνησης•
жертва клевето θύμα συκοφαντίας.
|| ολοκαύτωμα.εκφρ.пасть -ой – πέφτω θύμα•приносить в -у – (κυρλξ. κ. μτφ.) θυσιάζω•- искупления – εξιλαστήριο θύμα. -
18 идеал
-а α.ιδανικό, ιδεώδες• ίνδαλμα. -
19 прекрасный
επ., βρ: -сен, -сна, -сно.1. ωραιότατος, πανέμορφος, πανώριος, πεντάμορφος, πάγκαλος.2. θαυμάσιος, εξαίσιος, έξοχος, υπέροχος, λαμπρός.3. ουσ. ουδ. -ое το ωραίο, το ιδανικό.εκφρ.в один прекрасный вечер, ночь, утро – ένα καλό βραδάκι, μια καλή νύχτα, ένα καλά πρωί•в один прекрасный день – μια καλή μέρα ή κάποια μέρα•ради -ых глаз – για τα μάτια, χάριν του ωραίου (τζάμπα, χάρισμα). -
20 mefküre
ιδέα, ιδανικό
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ιδανικό — το 1. ό,τι είναι πέρα για πέρα τέλειο: Πέτυχε το ιδανικό στην τέχνη του. 2. ύψιστος σκοπός: Δεν πραγματοποιήθηκαν ακόμη τα ιδανικά της επανάστασης. 3. πόθος, επιδίωξη: Το ιδανικό του ήταν να γίνει επιστήμονας. 4. ηθική ή πνευματική αξία, ιδεώδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιδανικό αέριο — Το αέριο εκείνο για το οποίο ισχύει, για κάθε τιμή πίεσης και θερμοκρασίας, η καταστατική εξίσωση. Είναι ένα αέριο που υπακούει ταυτόχρονα αφενός στον νόμο του Μπόιλ και αφετέρου στον νόμο του Τσαρλς. O πρώτος ορίζει ότι για σταθερή θερμοκρασία… … Dictionary of Greek
νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… … Dictionary of Greek
ιδανικός — ή, ό (Α ἰδανικός, ή, όν) αυτός που συλλαμβάνεται μόνο με αφηρημένη σκέψη και δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, αυτός που υπάρχει κατ ιδέαν (α. «ιδανικός έρωτας» β. «τὸν ἰδανικόν κόσμον») νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να χρησιμεύσει ως πρότυπο, ο… … Dictionary of Greek
Βαν ντερ Βάαλς, Γιοχάνες Ντίντερικ — (Johannes Diderik Van der Waals, Λέιντεν 1837 – Άμστερνταμ 1923). Ολλανδός φυσικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Λέιντεν το 1865. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1873 και έγινε καθηγητής στο Ντέβεντερ, στη Χάγη και μετά στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek